- επιπλοπωλείο
- τοκατάστημα πώλησης επίπλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιπλοπωλείο — το κατάστημα πωλήσεως επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
επιπλοπώλης — ο ο πωλητής επίπλων, αυτός που διατηρεί επιπλοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο( ν) + πώλης < πωλώ] … Dictionary of Greek